- μελαγκόρυφος
- μελαγ-κόρυφος, mit schwarzem Scheitel, ὁ μελ., ein Vogel, der Mönch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μελαγκόρυφος — μελαγκόρυφος, ὁ (ΑM) 1. είδος πτηνού που έχει την κορυφή τού κεφαλιού μαύρη 2. (κατά τον Ησύχ.) «μελαγκόρυφοι, οἱ ἀποκεκρυμμένοι ἄμεινον δὲ νοεῑν οἱ ἄνθρωποι μελαγκορύφους, μοιχούς τοὺς γεννητικοὺς ἀνθρώπους». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κορυφή… … Dictionary of Greek
μελαγκόρυφος — blackcap warbler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγκορύφου — μελαγκόρυφος blackcap warbler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγκορύφους — μελαγκόρυφος blackcap warbler masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγκορύφῳ — μελαγκόρυφος blackcap warbler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγκόρυφοι — μελαγκόρυφος blackcap warbler masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγκόρυφον — μελαγκόρυφος blackcap warbler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγκορυφίζω — (Α) [μελαγκόρυφος] κελαηδώ όπως το πτηνό μελαγκόρυφος* … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek